ἐλαφρή

ἐλαφρή
ἐλαφρός
light in weight
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναφρικίαση — η 1. ελαφρή φρικίαση, φόβος 2. τρεμούλιασμα (του κύματος, της φλόγας). [ΕΤΥΜΟΛ. < αναφρικιώ «τρέμω ελαφρά». Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον ιστορικό και λογοτέχνη Ι. Καμπούρογλου που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Φλόξ»] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσάκι — το (υποκορ. τού θάλασσα) ελαφρή κύμανση τής θαλάσσιας επιφάνειας …   Dictionary of Greek

  • κοιλοπελτίς — η ζωολ. γένος ερπετών τής οικογένειας colubridae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coelopeltis (< coelo (πρβλ. κοῖλος) + peltis (πρβλ. πέλτη «ελαφρή ασπίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • μνα — (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • παράτριψις — ἡ, ΜΑ [παρατρίβω] ελαφρή τριβή, ελαφρό, ανεπαίσθητο άγγιγμα («κατὰ παράτριψιν καὶ σύγκρουσιν νεφῶν», Διογ. Λαέρ.) αρχ. 1. η προστριβή δύο σωμάτων μεταξύ τους, η τριβή ενός σώματος με άλλο 2. (για πολύτιμες ύλες) η τριβή μιας ύλης κοντά ή δίπλα σε …   Dictionary of Greek

  • παραφθορά — η, ΝΜΑ [παραφθείρω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παραφθείρω, ελαφρή φθορά, μικρή αλλοίωση προς το χειρότερο …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • φωτοψία — η, Ν ιατρ. οπτική ψευδαίσθηση ενός υγιούς ή πάσχοντος οφθαλμού, που περιορίζεται σε φωτεινά φαινόμενα και οφείλεται σε άμεση, γενικώς ελαφρή διέγερση τού αμφιβληστροειδούς και τού οπτικού νεύρου από υπεραιμία στο αγγειακό δίκτυο τού ματιού,… …   Dictionary of Greek

  • ανασάλεμα — το, ατος μικρή, ελαφρή κίνηση: Έγινε ένα μικρό ανασάλεμα στα φύλλα των θάμνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”